καρβοκατιόν

καρβοκατιόν
το
χημ. συν. στον πληθ. τα καρβοκατιόντα
συνοπτική ονομασία κατηγορίας οργανικών χημικών ειδών τα οποία φέρουν ηλεκτρικό φορτίο εντοπισμένο σε ένα άτομο άνθρακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πινακολικός — ή, ό, Ν φρ. «πινακολική μετάθεση» χημ. οργανική αντίδραση, κατά την οποία η πινακόλη, ή ένα παράγωγό της με ανάλογη δομή, σε ισχυρώς όξινο περιβάλλον αποβάλλει τη μία από τις δύο ομάδες υδροξυλίου της, παρέχοντας το αντίστοιχο καρβοκατιόν, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”